λιμπιστός

λιμπιστός
-ή, -ό
λαχταριστός: Λιμπιστά φρούτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιμπιστός — ή, ό [λιμπίζομαι] αυτός που προκαλεί σφοδρή επιθυμία, λαχταριστός, ζηλευτός, ποθητός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”